- καλλιστεύω
- καλλιστεύω (AM) [κάλλιστος]μσν.(αρχ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ καλλιστεύωνο αξιωματούχος, ο προεστός, ο προύχονταςαρχ.1. είμαι ο καλύτερος ή ο ωραιότερος, υπερέχω ως προς την ομορφιά ή την ανδρεία («καλλιστεύει πασέων τῶν ἐν Σπάρτη γυναικῶν», Ηρόδ.)2. παθ. καλλιστεύομαιείμαι ή θεωρούμαι ο ωραιότερος («τὸ τῆσδε σῶμα ἐκαλλιστεύετο πασῶν γυναικῶν», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.